- προδιαγραφή
- η, Ν1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προδιαγράφω2. κατάστρωση σχεδίου3. λεπτομερειακή περιγραφή ενός τεχνικού έργου που πρόκειται να εκτελεστεί, η οποία συνοδεύεται από σχεδιαγράμματα, πίνακες, μελέτη τής δομής, τού μεγέθους, τών υλικών κ.ά. παραμέτρων4. φρ. «τεχνικές προδιαγραφές»(οικον.) το σύνολο τών προκαθορισμένων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων και ιδιοτήτων ενός προϊόντος που έχουν ως σκοπό την τυποποίηση τής παραγωγής και τη σταθερότητα ποιότητας τού προϊόντος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προδιαγράφω. Η λ., στον πληθ. τ. αἱ προδιαγραφαί, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.